- πλάτανος
- Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών, ρυακιών, λιμνών, κοντά σε πηγές, βρύσες ή σε πλατείες χωριών και το οποίο είναι συνδεμένο με παραδόσεις και θρύλους. Είναι μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο (φτάνει σε ύψος 30 μ.), συνήθως με ευθύ κοντόχοντρο κορμό και χαρακτηριστικό γκρίζο φλοιό, ο οποίος σχίζεται σε λεπτές και πλατιές πλάκες, που απομακρύνονται μεταξύ τους. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα, μεγάλα, παλαμοειδή, με 5 βαθείς και μυτερούς λοβούς, λεία στην πάνω επιφάνεια και ωχρά, χνοώδη στην κάτω. Τα άνθη, μόνοικα κατά πυκνά σφαιρικά κεφάλια, είναι όμοια στα άρρενα και στα θήλεα και βρίσκονται πάνω σε κοινό ποδίσκο. Καρποί μικρά μονόσπερμα αχαίνια, κατά σφαιρικές καρποταξίες, παρόμοιες με τις θήλεις ταξιανθίες, και μέγεθος λίγο πιο μεγάλο από ένα κεράσι.
Η π. η δυτική, που κατάγεται από τον Καναδά, διαφέρει από το προηγούμενο είδος γιατί έχει φύλλα πιο πλατιά, με λοβούς αμβλείς και χείλη λιγότερο οδοντωτά: πρόκειται για ψηλό και εντυπωσιακό δέντρο, κατάλληλο για πάρκακαι δεντροστοιχίες. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σποραδικά για καλλωπιστικούς σκοπούς.
π. άγριος. Κοινή ονομασία δύο φυτών που ονομάζονται και αγριοπλάτανοι. Το πρώτο λέγεται επιστημονικά άκερ ο ψευδοπλάτανος και ανήκει στην οικογένεια των ακεριδών ή σφενδαμνιδών. Είναι δέντρο ψηλό, ως 25 μ. ύψους, με φλοιό λείο, φύλλα μεγάλα, πράσινα, λεία και γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια τους και χνουδωτά στην κάτω. Ανθίζει τον Απρίλιο, Μάιο, με άνθη πρασινωπά. Φυτρώνει σε ορεινά δάση της Βόρειας Ελλάδας καθώς και στη Θεσσαλία. Επίσης στην Κεντρική Ευρώπη, Καύκασο, Αρμενία. Ο χυμός του είναι σακχαρούχος γιατί περιέχει σακχαρόζη και γλυκόζη. Συλλέγεται στο τέλος του χειμώνα πριν από την άνθηση, με εντομές και, αφού συμπυκνωθεί με βρασμό, δίνει σιρόπι με πολύ καλή γεύση, κατάλληλο για τη σακχαροποιία και την οινοπνευματοποιία, αντί για μελάσσα. Το δεύτεροφυτό, ο σφένδαμνος ο οπτουσάτος της οικογένειας των ακεριδών είναι μικρό δέντρο με φύλλα μεγάλα, δερματώδη, απλά λεία στην πάνω επιφάνεια και χνουδωτά στην κάτω. Ανθοφορεί τον Απρίλιο και το Μάιο με άνθη πρασινωπά, σε φοβοειδείς κορύμβους. Καρπός με τριχωτά καρπίδια. Φυτρώνει σε ορεινά δάση της Μακεδονίας και Θεσσαλίας.
Φύλλα και καρποί πλατάνου (πλάτανος η ανατολική).
Ο Πλάτανος μπορεί να φτάσει σε ύψος 30 μ.
* * *ο / πλάτανος, ἡ, ΝΜΑ, και πλατάνι και πλάτανο, το, Νγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην τάξη αμιαμηλιδώδη, είναι το μοναδικό μέλος τής οικογένειας πλατανίδες και περιλαμβάνει 10 είδη μεγάλων φυλλοβόλων δέντρων τα οποία είναι ιθαγενή τής ανατολικής Ευρώπης, τής Βόρειας Αμερικής και τής Ασίαςνεοελλ.1. (λαογρ.) σύμβολο ζωής και λεβεντιάς, δέντρο ευλογημένο από τον Χριστό λόγω τού προστατευτικού του όγκου πάνω από τους ανθρώπους στην κοινωνική ζωή τους2. παροιμ. φρ. α) «μέγας είσαι πλάτανε, και θαυμαστά τα πλατανόφυλλά σου»(ως παρωδία τής φρ. Μέγας είσαι Κύριε...) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για λόγια ή για πράξεις που είναι αντικείμενα χλευασμούβ) «χαιρέτα μας τον πλάτανο» — χρησιμοποιείται ως επιφώνηση στην περίπτωση τής πρόδηλης, ολοφάνερης αποτυχίας ενός ατόμουγ) «ήσκιο πού 'χεις, πλάτανε, μα πείνα που δε(ν) χορταίνεις» — λέγεται για να δηλώσει ότι μπορεί να είναι ευχάριστη η αδράνεια αλλά όταν παρατείνεται συνεπάγεται φτώχεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. τής λ. είναι ο τ. πλατάνιστος με επίθημα -στος, το οποίο απαντά και στον τ. ἄκα-στος, ονομ. ενός φυτού, καθώς και σε τοπωνύμια όπως Κάρυ-στος, Ογχη-στός. Ο τ. πλάτανος, που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική, είναι υστερογενής και εμφανίζει επίθημα -αν-ος που απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών ή δένδρων (πρβλ. βοτ-άν-η, λάχ-αν-ον, ῥάφ-αν-ος). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το όν. αυτού τού ασιατικού και δυτικοευρωπαϊκού δέντρου εισήχθη στην Ελληνική από μια άλλη γλώσσα και στη συνέχεια συνδέθηκε με το επίθ. πλατύς, πιθ. μέσω μιας σημ. «(δέντρο) με πλατιά φύλλα» ή «με πλατύ φλοιό». Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. platanus].
Dictionary of Greek. 2013.